ὑποσχετικός

ὑποσχετικός
ὑποσχετικός
inclined to promise
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υποσχετικός — ή, ό / ὑποσχετικός, ή, όν, ΝΜΑ νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υπόσχεση («υποσχετικές συμβάσεις» συμβάσεις με τις οποίες ιδρύεται ενοχικό δικαίωμα, π.χ. πώληση) 2. το ουδ. ως ουσ. το υποσχετικό έγγραφο με το οποίο δίνει κάποιος… …   Dictionary of Greek

  • υποσχετικός — ή, ό 1. που έχει σχέση με την υπόσχεση. 2. ο πρόθυμος σε υποσχέσεις, που υπόσχεται εύκολα. 3. το θηλ. ως ουσ., υποσχετική η μεταγραφή αθλητή (κυρ. ποδοσφαιριστή) από το σωματείο όπου ανήκει σε άλλο για ορισμένο χρονικό διάστημα, μετά τη λήξη του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑποσχετικόν — ὑποσχετικός inclined to promise masc acc sg ὑποσχετικός inclined to promise neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποσχετικοῖς — ὑποσχετικός inclined to promise masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποσχετικοί — ὑποσχετικός inclined to promise masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποσχετική — ὑποσχετικός inclined to promise fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποσχετικῶς — ὑποσχετικός inclined to promise adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποσχετικώς — ΜΑ·επίρρ. βλ. υποσχετικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”